ταξώδη

ταξώδη
τα, Ν
βοτ. τάξη γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην κλάση ή υποδιαίρεση κωνιφερόφυτα και η οποία περιλαμβάνει 5 γένη με 20 περίπου είδη αειθαλλών δένδρων και θάμνων που ταξινομούνται στην οικογένεια ταξίδες και απαντούν στο βόρειο, κυρίως, ημισφαίριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταξίδες — (Taxaceae). Οικογένεια γυμνόσπερμων φυτών. Περιλαμβάνει αειθαλή δέντρα και θάμνους. Τα φύλλα τους είναι βελονοειδή και συχνά ασύμμετρα. Οι ώριμοι σπόροι περιβάλλονται από σαρκώδες στρώμα. Η οικογένεια αυτή αριθμεί 20 είδη που ευδοκιμούν κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • τορρεύα — η, Ν βοτ. γένος γυμνόσπερμων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια ταξίδες τής τάξης ταξώδη και περιλαμβάνει 6 8 είδη δένδρων και θάμνων που απαντούν κατά τόπους στη Βόρεια Αμερική, στην Κίνα και στην Ιαπωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. torreya, από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”