- ταξώδη
- τα, Νβοτ. τάξη γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην κλάση ή υποδιαίρεση κωνιφερόφυτα και η οποία περιλαμβάνει 5 γένη με 20 περίπου είδη αειθαλλών δένδρων και θάμνων που ταξινομούνται στην οικογένεια ταξίδες και απαντούν στο βόρειο, κυρίως, ημισφαίριο.
Dictionary of Greek. 2013.